- υπερκορεσμός
- οο υπερβολικός κορεσμός, η υπερπλήρωση, το παραγέμισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερκορεσμός — ο, Ν 1. υπέρμετρος κορεσμός, υπερπλήρωση, παραγέμισμα 2. φυσ. χημ. σχηματισμός διαλύματος στο οποίο η συγκέντρωση τής διαλυμένης ουσίας, σε μια ορισμένη θερμοκρασία, είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα τής ουσίας που αντιστοιχεί στην κατάσταση τού… … Dictionary of Greek
ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως … Dictionary of Greek
κρυστάλλωση — Σύνολο διεργασιών που αποσκοπούν στην επίτευξη της κρυσταλλικής κατάστασης της ύλης κατά τη μετάβασή της σε στερεά μορφή. Η κ. πραγματοποιείται είτε για να απαλλαγεί ένα μείγμα από τυχόν ακαθαρσίες είτε για να διαχωριστούν τα διάφορα συστατικά… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
παραχόρτασμα — το [παραχορταίνω] υπερκορεσμός, μπούχτισμα … Dictionary of Greek
υπερκόρεση — η, Ν υπερκορεσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερκορέννυμι / ύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερκόρεσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek